μέσκος

μέσκος
μέσκος
Grammatical information: m?
Meaning: κώδιον, δέρμα. Νίκανδρος (Fr. 119) H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Oriental LW [loanword], cf. Aram. meškā, Assyr. mašku, OP maškā, MP, Arm. mašk `hide, skin, weak leather' etc. Lewy Fremdw. 131, Justi IFAnz. 17, 125. To this πέσκος (s. v.) through cross with πέκος (Güntert Reimwortbildungen 145 f.), which Latte reads instead for μέσκος.
Page in Frisk: 2,213

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • μέσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”